τραχίνιος

τραχίνιος
και ιων. τ. τρηχίνιος, -ία, -ον, και τ. θηλ. -ος και τραχινίς, -ίδος, Α [Τραχίς, -ῑνος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πόλη τής Θεσσαλίας Τραχίς* ή αυτός που προέρχεται από αυτήν («Τραχινίαν... δεράδα», Σοφ.)
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ Τραχίνιοι
φυλή τών Μαλιέων που κατοικούσε στην περιοχή δυτικά τού όρους Οίτη και η οποία είχε ως κέντρο την παραπάνω θεσσαλική πόλη
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ Τραχινία
η χώρα τής Τραχῖνος («ἐκ μὲν... τῆς Τρηχινίης ἐς τὴν Δωρίδα ἐσέβαλον», Ηρόδ.)
4. (το θηλ. πληθ. ως κύριο όν.) Τραχίνιαι
τίτλος τραγωδίας τού Σοφοκλέους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Τραχίνιος — Τραχί̱νιος , Τραχίνιος the people of T. masc nom sg Τρᾱχίνιος , Τραχίς the people of T. masc nom sg Τρᾱχίνιος , Τραχίς the people of T. masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τραχινίας — Τραχῑνίᾱς , Τραχίνιος the people of T. fem acc pl Τραχῑνίᾱς , Τραχίνιος the people of T. fem gen sg (attic doric aeolic) Τρᾱχινίᾱς , Τραχίς the people of T. fem acc pl Τρᾱχινίᾱς , Τραχίς the people of T. fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τραχινίων — Τραχῑνίων , Τραχίνιος the people of T. fem gen pl Τραχῑνίων , Τραχίνιος the people of T. masc/neut gen pl Τρᾱχινίων , Τραχίς the people of T. fem gen pl Τρᾱχινίων , Τραχίς the people of T. masc/neut gen pl Τρᾱχινίων , Τραχίς the people of T …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τραχίνιον — Τραχί̱νιον , Τραχίνιος the people of T. masc acc sg Τραχί̱νιον , Τραχίνιος the people of T. neut nom/voc/acc sg Τρᾱχίνιον , Τραχίς the people of T. masc acc sg Τρᾱχίνιον , Τραχίς the people of T. neut nom/voc/acc sg Τρᾱχίνιον , Τραχίς the… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τραχινίαις — Τραχῑνίαις , Τραχίνιος the people of T. fem dat pl Τρᾱχινίαις , Τραχίς the people of T. fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τραχινίαν — Τραχῑνίᾱν , Τραχίνιος the people of T. fem acc sg (attic doric aeolic) Τρᾱχινίᾱν , Τραχίς the people of T. fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τραχινίοις — Τραχῑνίοις , Τραχίνιος the people of T. masc/neut dat pl Τρᾱχινίοις , Τραχίς the people of T. masc/neut dat pl Τρᾱχινίοις , Τραχίς the people of T. masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τραχινίου — Τραχῑνίου , Τραχίνιος the people of T. masc/neut gen sg Τρᾱχινίου , Τραχίς the people of T. masc/neut gen sg Τρᾱχινίου , Τραχίς the people of T. masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τραχινίους — Τραχῑνίους , Τραχίνιος the people of T. masc acc pl Τρᾱχινίους , Τραχίς the people of T. masc acc pl Τρᾱχινίους , Τραχίς the people of T. masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τραχινίᾳ — Τραχῑνίᾱͅ , Τραχίνιος the people of T. fem dat sg (attic doric aeolic) Τρᾱχινίᾱͅ , Τραχίς the people of T. fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”